Μια από τις πιο άγριες επιθέσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου σε βάρος των εργαζομένων σηματοδοτούν οι χτεσινές αποφάσεις της κυβέρνησης, η οποία, στο όνομα της κρίσης, ανακοίνωσε «πάγωμα» των μισθών για το σύνολο των εργαζομένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, «πάγωμα» των συντάξεων για τους περισσότερους συνταξιούχους, ακόμα μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση για τους μισθωτούς και συνταξιούχους, ενώ, παράλληλα, προανάγγειλε και συνολική ανατροπή των εργασιακών σχέσεων για τους νεοπροσλαμβανόμενους στο Δημόσιο.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές αποφάσεις, που ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών:
- «Παγώνουν» οι μισθοί όλων των εργαζομένων στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, που το Δεκέμβρη του 2008 είχαν μεικτές αποδοχές πάνω από 1.700 ευρώ. Το μέτρο αφορά 478.000 εργαζόμενους, που αποτελούν το 70% του συνόλου των εργαζομένων.
- Για τους εργαζόμενους που είχαν μεικτές αποδοχές μέχρι 1.500 ευρώ, θα δοθεί «εφάπαξ έκτακτο οικονομικό βοήθημα» 500 ευρώ.
- Για τους εργαζόμενους που είχαν αποδοχές μέχρι 1.700 ευρώ, το ...«βοήθημα» θα είναι της τάξης των 300 ευρώ.
- Στους συνταξιούχους με βασική σύνταξη μέχρι 800 ευρώ, θα δοθεί «βοήθημα» 500 ευρώ, ενώ όσοι έχουν μέχρι 1.100 ευρώ, θα πάρουν 300 ευρώ. Με βάση αυτήν την απόφαση, 188.000 συνταξιούχοι που έχουν μεγαλύτερη σύνταξη δε θα πάρουν ούτε δεκάρα.
Η κυβερνητική πρόκληση είναι προφανής. Ονοματίζει την πολιτική της, πολιτική στήριξης των «οικονομικά αδυνάτων» και, αφ' ενός, καταδικάζει την πλειοψηφία των μισθωτών και συνταξιούχων σε μηδενικές αυξήσεις και σε όσους έχουν πραγματικές αποδοχές της τάξης των 800 και 1.000 ευρώ δίνει «φιλοδώρημα», που κυμαίνεται από 0,8 μέχρι 1,3 ευρώ τη μέρα...
Ακόμα, τα κυβερνητικά μέτρα προβλέπουν «πάγωμα» όλων των επιδομάτων σε μισθούς και συντάξεις, ενώ δε θα ενσωματωθεί και το κίνητρο απόδοσης στο βασικό μισθό, παρά τη σχετική πρόβλεψη που υπήρχε από πέρσι.
Επιπλέον, επιβάρυνση θα υπάρχει για τα λαϊκά νοικοκυριά, με δεδομένο ότι για φέτος δε θα υπάρχει τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και, άρα, οι εργαζόμενοι θα πληρώσουν τον ίδιο φόρο για εισοδήματα μικρότερης αγοραστικής δύναμης.
Η αντιλαϊκή επίθεση της κυβέρνησης δε σταματά εδώ. Οπως ανακοίνωσε ο Γ. Παπαθανασίου, προχωρά σε ...«διάλογο» με την ΑΔΕΔΥ, για τη διαμόρφωση νέου μισθολογίου του Δημοσίου για όσους προσλαμβάνονται από 1/1/2010. Θα αφορά, δηλαδή, μόνο τους νεοπροσλαμβανόμενους, ενώ για τους «παλιούς» θα συνεχίσει να ισχύει το υπάρχον μισθολογικό καθεστώς. Εχουμε, δηλαδή, κάτι ανάλογο που έγινε στις πρώην ΔΕΚΟ με τους ήδη εργαζόμενους και τους νεοπροσλαμβανόμενους, οι οποίοι προσλαμβάνονται με κριτήρια αγοράς...
Με δυο λόγια, η κυβέρνηση χτες ΔΕΝ ανακοίνωσε εισοδηματική πολιτική, αλλά στην πραγματικότητα έκανε ένα βήμα για τη μετατροπή της διαδικασίας της ετήσιας προσαρμογής των μισθών και συντάξεων, σε πολιτική χορήγησης επιδομάτων φτωχοκομείου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Για το βασικό μισθό των εργαζομένων και τα διάφορα επιδόματα που τον παρακολουθούν, για την εξέλιξη των αποδοχών των απασχολούμενων στο Δημόσιο και των συνταξιούχων, για τον υπολογισμό του συντάξιμου μισθού, για τον προσδιορισμό της σύνταξης κ.ο.κ.
Μετά από όλα αυτά, η ...διευκρίνιση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, Γ. Παπαθανασίου, ότι δεν μπορεί να δεσμευτεί πως δε θα ληφθούν και άλλα μέτρα μέσα στο 2009, απλά επιβεβαιώνει τους αντιδραστικούς προσανατολισμούς της κυβέρνησης. Προσανατολισμοί, που είναι απόλυτα ταυτισμένοι με τις επιλογές που γίνονται σε επίπεδο ΕΕ συνολικά και ανεξάρτητα από την απόχρωση της κυβέρνησης που βρίσκεται στην εξουσία.
O Γ. Παπαθανασίου, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει γιατί δε φορολογεί τις επιχειρήσεις, αν και πολλές από αυτές εμφανίζουν υψηλή κερδοφορία. Ούτε λίγο - ούτε πολύ, απάντησε ότι «η πολιτική μας είναι να προστατέψουμε τις επιχειρήσεις, να πηγαίνουν καλά, γιατί δημιουργούν θέσεις εργασίας...». Οσο για «το κόστος της εξοικονόμησης» από το «πάγωμα» των μισθών και των συντάξεων, αν και ρωτήθηκε, ο υπουργός Οικονομίας δε θέλησε να απαντήσει και παρέπεμψε στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αν και, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.